Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παρακούειν ἢ παρορᾶν

См. также в других словарях:

  • παρορώ — (I) παρορῶ, άω, ΝΜΑ 1. παραβλέπω, κοιτάζω κάτι χωρίς να προσέχω 2. παρέρχομαι, αντιπαρέρχομαι κάτι, δεν τό υπολογίζω, δεν τό θεωρώ σοβαρό ή αξιόλογο («τὰ ἔργα τῶν χειρῶν Σου μὴ παρίδης», ΠΔ) 3. αδιαφορώ για κάτι, περιφρονώ κάτι («τοὺς μὲν τιμᾷ,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»